πυρ'

πυρ'
πυρί , πῦρ
fire
neut dat sg
πυρά , πυρά
watch-fires
neut nom/voc/acc pl
πυρά̱ , πυρή
funeral-pyre
fem nom/voc/acc dual (ionic)
πυρά̱ , πυρή
funeral-pyre
fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic)
πυραί , πυρή
funeral-pyre
fem nom/voc pl (ionic)
πῡρέ , πυρός
wheat
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πῦρ — fire neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — το γεν. πυρός, πληθ. πυρά 1. φωτιά. 2. πυροβολισμός, θολή πυροβόλου όπλου. 3. Στρατιωτικό παράγγελμα: Πυρ! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πῦρ' — πυρί , πῦρ fire neut dat sg πυρά , πυρά watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) πυραί , πυρή funeral pyre fem nom/voc pl (ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρ' — πυρί , πῦρ fire neut dat sg πυρά , πυρά watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) πυραί , πυρή funeral pyre fem nom/voc pl (ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. — πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πύρ τεχνικόν —         (руr technikon) (греч.) творч. огонь. У стоиков творящая часть мировой субстанции, космич. бог. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… …   Философская энциклопедия

  • Πύρ' — Πύρα , Πύρης masc voc sg Πύρα , Πύρης masc nom sg (epic) Πύραι , Πύρης masc nom/voc pl Πύρᾱͅ , Πύρης masc dat sg (attic doric aeolic) Πύρι , Πύρις masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • υγρόν πυρ — Εμπρηστικό μείγμα από διάφορες ουσίες, όπως πίσσα, θειάφι, ρετσίνι, νάφθα, νίτρο, που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί εναντίον πλοίων, πολεμικών μηχανών και στρατιωτικών συγκεντρώσεων. Οι παλαιότερες πληροφορίες ιστορικών και χρονογράφων είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”